ανθρωποκόμος
From LSJ
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
Greek Monolingual
ἀνθρωποκόμος, -ον (Α)
ο ανθρωποκομικός.
Λήσειν διὰ τέλους μὴ δόκει πονηρὸς ὤν → Latere semper posse ne spera nocens → Gewiss nicht immer bleibst als Schuft du unentdeckt
ἀνθρωποκόμος, -ον (Α)
ο ανθρωποκομικός.