ἀνθρωποκόμος

From LSJ

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποκόμος: -ον, ὁ τὴν ἐπιμέλειαν ἀνθρώπων ἔχων, Ρήτορες τ. 3, σ. 607, ἔκδ. Walz.

Spanish (DGE)

-ον protector o jefe de hombres, Rh.3.607.