ανθρωπόλαλος

From LSJ

ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που έχει ανθρώπινη λαλιά, που βγάζει ανθρώπινη φωνή.