ανοιχτοσύνη

From LSJ

τὸν πυλῶνα καὶ τὸ ἐν αὐτῷ ἐμπέτασμα → the parodos gateway with its curtain

Source

Greek Monolingual

η
1. ανοιχτάδα, απλωσιά, ανοιχτό μέρος
2. γενναιοδωρία
3. αίθριος καιρός.