αίθριος

From LSJ

τὸ ἀεὶ ταῦτα οὕτως ἔχειν ἐχάλασαν → relaxed the strictness of the doctrine of perpetual strife

Source

Greek Monolingual

-ια, -ιο (Α αἴθριος, -ία, -ιον)
1. (για τον ουρανό και τον καιρό) καθαρός, ανέφελος, λαμπρός
2. το ουδ. ως ουσ. βλ. λ. αίθριο, το
αρχ.
1. αυτός που προκαλεί την αιθρία
λέγεται για τους ανέμους και κυρίως για τον βοριά
2. ως επίθ. του Διός
3. διάφανος, διαυγής: «αἴθριος πάγος» (Σοφοκλής)
4. υπαίθριος, ψυχρός, παγερός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αἶθρος αἰθήρ.
ΠΑΡ. αρχ. αἴθριο
νεοελλ.
αιθριότητα.
ΣΥΝΘ. υπαίθριος
αρχ.
αἰθριοκοιτῶ].