αντήχηση

From LSJ

ἀγάπης δὲ οὐδὲν μεῖζον οὔτε ἴσον ἐστίnothing is greater or equal to love

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀντήχησις)
ηχώ, αντίλαλος, ανάκλαση του ήχου στις περιβάλλουσες επιφάνειες.