αντίβλημα

From LSJ

μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation

Source

Greek Monolingual

ἀντίβλημα, το (Α)
μικρή πέτρα τοποθετημένη στο κενό που αφήνουν οι πέτρες ενός τοίχου.