αντεπανάσταση
From LSJ
τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury
Greek Monolingual
η
η επανάσταση για εξουδετέρωση άλλης επανάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντ(ι)- + επανάσταση. Η λ. μαρτυρείται από το 1864 στον Σπυρίδωνα Ζαμπέλιο].