επανάσταση

From LSJ

τίς γὰρ ἁδονᾶς ἄτερ θνατῶν βίος ποθεινὸς ἢ ποία τυραννίς; τᾶς ἄτερ οὐδὲ θεῶν ζηλωτὸς αἰών → What human life is desirable without pleasure, or what lordly power? Without it not even the life of the gods is enviable.

Source

Greek Monolingual

η (AM ἐπανάστασις)
η εξέγερση, η απόπειρα βίαιης ανατροπής του πολιτικού ή κοινωνικού καθεστώτος μιας χώρας (α. «εὐεργέται ἧσαν ὑπὸ τὸν σεισμὸν καὶ τῶν Εἱλώτων τὴν ἐπανάστασιν», Θουκ.
β. «η ελληνική επανάσταση», η εθνεξέγερση του 1821)
νεοελλ.
μτφ.
1. απότομη μεταβολή τών καθιερωμένων
2. ριζική μεταβολή τών αρχών μιας επιστήμης ή τέχνης
μσν.
διαμαρτυρία
αρχ.-μσν.
εξόγκωμα
αρχ.
1. νέα εξέγερση («τῆς δ' ἐπαναστάσεως διὰ τήν ὀξύτητα και βίαν τοῦ πτώματος χαλεπῶς γενομένης», Διόδ. Σικ.)
2. έγερση και μετάβαση για κένωση και συνεκδ. στον πληθ. κενώσεις
3. προεξοχή στο κεφάλι
4. (ρητ.) ύψωση του τόνου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επανίστημι. Η κυριολεκτική σημασία «ανασήκωμα» εξελίχθηκε στις μεταφορικές «ξεσηκωμός» και «ύψωση τόνου» (στη ρητορική) που μαρτυρούνται ήδη από τους αρχαίους χρόνους].