αντεραστής
From LSJ
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
Greek Monolingual
αντεραστής, ο (θηλυκό αντεράστρια, η) (Α ἀντεραστής)
ερωτικός αντίζηλος.
νᾶφε καὶ μέμνασο ἀπιστεῖν → keep a clear head and remember not to believe a thing (Epicharmus fr. 250)
αντεραστής, ο (θηλυκό αντεράστρια, η) (Α ἀντεραστής)
ερωτικός αντίζηλος.