αντιβασιλέας
From LSJ
Theocritus, Idylls, 30.3
Greek Monolingual
και αντιβασιλιάς, ο (Α ἀντιβασιλεύς)
αξιωματούχος που ασκεί εξουσία βασιλιά ως αναπληρωτής του
νεοελλ.
τίτλος ανώτατου διοικητή επαρχίας ή κτήσης ενός βασιλευόμενου κράτους.
και αντιβασιλιάς, ο (Α ἀντιβασιλεύς)
αξιωματούχος που ασκεί εξουσία βασιλιά ως αναπληρωτής του
νεοελλ.
τίτλος ανώτατου διοικητή επαρχίας ή κτήσης ενός βασιλευόμενου κράτους.