αντιφέγγισμα

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

το
ανταύγεια, φεγγοβολιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιφεγγίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στον Ιάκωβο Πολυλά].