ανυπόδητος
From LSJ
ἐφ' ὅσον αὐτοῦ ἡ ὑπόστασις τῶν χρόνων ὑπῆρχεν → as long as his store of years lasted
Greek Monolingual
κ. -δετος, -η, -ο (Α ἀνυπόδητος, -ον κ. -δετος, -ον)
αυτός που δεν φοράει υποδήματα, ξυπόλυτος
αρχ.
όποιος φοράει παλιά ή χαλασμένα παπούτσια.