ανυπόδητος
From LSJ
ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed
Greek Monolingual
κ. -δετος, -η, -ο (Α ἀνυπόδητος, -ον κ. -δετος, -ον)
αυτός που δεν φοράει υποδήματα, ξυπόλυτος
αρχ.
όποιος φοράει παλιά ή χαλασμένα παπούτσια.