ανυπόδητος

From LSJ

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source

Greek Monolingual

κ. -δετος, -η, -ο (Α ἀνυπόδητος, -ον κ. -δετος, -ον)
αυτός που δεν φοράει υποδήματα, ξυπόλυτος
αρχ.
όποιος φοράει παλιά ή χαλασμένα παπούτσια.