ανόμφαλος

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Greek Monolingual

-η, -ο
ο χωρίς αφαλό (αποδίδεται στον Αδάμ και στην Εύα, οι οποίοι πλάστηκαν από τον Θεό και δεν είχαν αφαλό).