αξιοτέκμαρτος

From LSJ

Καὶ τῶν λεγόντων εὖ καλὸν τὸ μανθάνειν → It is a fine thing to learn from those who speak well

Sophocles, Antigone, 722

Greek Monolingual

ἀξιοτέκμαρτος, -ον (Α)
άξιος να χρησιμοποιηθεί σαν αποδεικτικό τεκμήριο ή στοιχείο.