αξιοτέκμαρτος

From LSJ

Κατηγορεῖν οὐκ ἔστι καὶ κρίνειν ὁμοῦ → Iudex et accusator esse idem nequit → Wer anklagt, darf nicht auch noch Richter sein zugleich

Menander, Monostichoi, 287

Greek Monolingual

ἀξιοτέκμαρτος, -ον (Α)
άξιος να χρησιμοποιηθεί σαν αποδεικτικό τεκμήριο ή στοιχείο.