απαλόσαρκος
From LSJ
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἁπαλόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει απαλή, τρυφερή σάρκα.
ἀμβλύς εἰμι καὶ κατηρτυκὼς κακῶν → I'm jaded and with much experience of evils
-η, -ο (Α ἁπαλόσαρκος, -ον)
αυτός που έχει απαλή, τρυφερή σάρκα.