απεγνωσμένος

From LSJ

μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπεγνωσμένος, -η, -ον)
μτχ. παθ. πρκμ. του απογιγνώσκω.