απογιγνώσκω
From LSJ
καὶ ἐχθροὶ τοῦ ἀνθρώπου οἱ οἰκιακοὶ αὐτοῦ → and a man's foes shall be they of his own household (Micah 7:6, Matthew 10:36)
Greek Monolingual
ἀπογιγνώσκω κ. απογινώσκω (Α)
(νεοελλ., σε χρήση μόνο η μτχ. πρκμ. απεγνωσμένος, -η, -ο
απελπισμένος, χωρίς ελπίδα επιτυχίας) βρίσκομαι σε απελπιστική θέση για κάτι
αρχ.
1. παραιτούμαι από ένα σχέδιο, εγκαταλείπω τον σκοπό μου να πράξω κάτι
2. εγκαταλείπω κάτι, χάνω κάθε ελπίδα γι' αυτό
3. δεν αποδέχομαι, αρνούμαι την καταγγελία
4. απαλλάσσω κάποιον από την κατηγορία, τον αθωώνω.