Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
ἀπηθῶ (-έω) (Α)διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ηθώ (-έω) «στραγγίζω, φιλτράρω»].