απηθώ

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

ἀπηθῶ (-έω) (Α)
διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ηθώ (-έω) «στραγγίζω, φιλτράρω»].