απηθώ

From LSJ

Μεστὸν κακῶν πέφυκε φορτίον γυνή → Mulier malorum plena semper sarcina est → Die Frau ist eine Last, mit Leiden vollgepackt

Menander, Monostichoi, 334

Greek Monolingual

ἀπηθῶ (-έω) (Α)
διηθώ, διυλίζω, στραγγίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο)- + ηθώ (-έω) «στραγγίζω, φιλτράρω»].