αποδόχος

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

ο
1. ο αποδέκτης
2. το λούκι της στέγης που μαζεύει το βρόχινο νερό.