λούκι

From LSJ

ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Source

Greek Monolingual

το
1. υδροσωλήνας, υδρορρόη, κιούγκι
2. αυλάκι σε ξύλινη ή μεταλλική επιφάνεια
3. φρ. α) «μπήκα στο λούκι» — αναγκάστηκα να προσαρμοστώ ή να συμβιβαστώ αλλάζοντας σε έναν βαθμό τον τρόπο ζωής μου
β) «έπεσα σε λούκι» — βρέθηκα σε δυσάρεση κατάσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. oluk].