αποχαυνώνω

From LSJ

Ἐχθροῖς ἀπιστῶν οὔποτ' ἂν πάθοις βλάβην → Minus dolebis, quo hostibus credes minus → Dem Feind misstrauend bleibst von Schaden du verschont

Menander, Monostichoi, 164

Greek Monolingual

(Μ ἀποχαυνῶ, -όω)
καθιστώ κάποιον χαύνο, άτονο, αποναρκώνω.