απρόσιτος

From LSJ

ὁ φίλος ἐστὶν ἄλλος αὐτός → the friend is another self

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπρόσιτος, -ον) πρόσειμι
(κ. μτφ.)
1. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον πλησιάσει, απλησίαστος, απροσπέλαστος
2. ακατόρθωτος, ανέφικτος.