ακατόρθωτος
From LSJ
Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀκατόρθωτος, -ον) κατορθῶ
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί
αρχ.
ο αδιόρθωτος.