απόπροθε

From LSJ

ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer

Source

Greek Monolingual

ἀπόπροθε κ. -θεν επίρρ. (Α)
1. από μακριά
2. μακριά από κάτι
(«άπόπροθε οφθαλμῶν»).