απόρριμμα

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

το
απόριγμα, σκουπίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απορρίπτω. Η λ. στον πληθ. (απορρίμματα, τα) μαρτυρείται από το 1796 στο Γερμανοαπλορρωμαϊκό Λεξικό του Karl Weigel].