απόψε
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
επίρρ.
1. κατά τη διάρκεια της περασμένης νύχτας
2. σήμερα το βράδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. απόψε < αρχ. απο -ψέ < απ' οψέ].