απόψε

From LSJ

ἔγνω δὲ φώρ τε φῶρα καὶ λύκος λύκον → the thief knows the thief and the wolf knows the wolf, and thief knows thief and wolf his fellow wolf, set a thief to catch a thief

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. κατά τη διάρκεια της περασμένης νύχτας
2. σήμερα το βράδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. απόψε < αρχ. απο -ψέ < απ' οψέ].