θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable
(-άω) (Μ ἀραθυμῶ -έω)1. είμαι νωθρός, τεμπελιάζω2. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδεςνεοελλ.1. λιποθυμώ2. ανυπομονώ3. φοβάμαι.