αραθυμώ

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

(-άω) (Μ ἀραθυμῶ -έω)
1. είμαι νωθρός, τεμπελιάζω
2. ξεκουράζομαι ξεχνώντας τις φροντίδες
νεοελλ.
1. λιποθυμώ
2. ανυπομονώ
3. φοβάμαι.