αραιοδόντης

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source

Greek Monolingual

-α, -ικο (Α ἀραιόδους, -οντος, -ο, -η)
αυτός που έχει αραιά δόντια.