αργιλώδης
From LSJ
Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst
Greek Monolingual
(Α ἀργιλώδης κ. ἀργιλλώδης, -ες) άργιλος και άργιλλος]]
αυτός που μοιάζει ή περιέχει ή αποτελείται από άργιλο.