αργιλώδης

From LSJ

Ἔλπιζε τιμῶν τοὺς θεοὺς πράξειν καλῶς → Spera felicitatem, si deos colas → Erhoffe Wohlergeh'n, wenn du die Götter ehrst

Menander, Monostichoi, 142

Greek Monolingual

(Α ἀργιλώδης κ. ἀργιλλώδης, -ες) άργιλος και άργιλλος]]
αυτός που μοιάζει ή περιέχει ή αποτελείται από άργιλο.