αργυροκέντητος

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀργυροκέντητος, -ον)
ο κεντημένος με ασημένιες κλωστές.