αργυροκέντητος

From LSJ

ἴσα πάντα, ἴσων ἀμφοτέρων, ἰσάκις ἴσος → all are equal, both are equal, equal multiplied by equal

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀργυροκέντητος, -ον)
ο κεντημένος με ασημένιες κλωστές.