αργυροχάλινος

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

ἀργυροχάλινος, -ον (Α)
αυτός που έχει χαλινάρια στολισμένα με άργυρο.