αργυρώδης

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467

Greek Monolingual

ἀργυρώδης (-ους), -ες (Α)
(για τόπους) πλούσιος σε άργυρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άργυρος + -ώδης < όζω].