αρθρώδης

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

Greek Monolingual

ἀρθρώδης (-ους), -ες (Α) άρθρον
1. αυτός που είναι καλά συναρθρωμένος, δυνατός
2. έναρθρος.