αριστοτέλειος
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
Greek Monolingual
(AM ἀριστοτέλειος, -α, -ον) Αριστοτέλης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοτέλη.
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
(AM ἀριστοτέλειος, -α, -ον) Αριστοτέλης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοτέλη.