ἀριστοτέλειος
From LSJ
οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters
Greek Monolingual
(AM ἀριστοτέλειος, -α, -ον) Αριστοτέλης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Αριστοτέλη.