αρκτεύω

From LSJ

πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do

Source

Greek Monolingual

ἀρκτεύω (Α) άρκτος
υπηρετώ ως άρκτος της Βραυρωνίας Αρτέμιδος (βλ. Αρκτεία).