τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart
ἁρματομαχῶ (-έω) (Μ)
μάχομαι από το άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -μαχώ (-έω) < -μαχος (< μάχομαι)].