αρματομαχώ

From LSJ

Τὸν εὐτυχοῦντα καὶ φρονεῖν νομίζομεν → Fortuna famam saepe dat prudentiae → Von dem der glücklich, glaubt man auch, dass er klar denkt

Menander, Monostichoi, 497

Greek Monolingual

ἁρματομαχῶ (-έω) (Μ)
μάχομαι από το άρμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρμα, -τος + -μαχώ (-έω) < -μαχος (< μάχομαι)].