Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
αρτηριακός
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM αρτηριακός, -ή, -όν) αρτηρία αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις αρτηρίες αρχ. 1.εκείνος ο οποίος ανήκει ή αναφέρεται στην τραχεία και στους βρόγχους 2.το θηλ. ως ουσ.η αρτηριακή φάρμακα για τη θεραπεία αρτηριακών ανωμαλιών.