ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
-ές (AM ἀρτιμελής, -ές)
αυτός που έχει άρτια, ακέραια τα μέλη του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι- + -μελής < μέλος (πρβλ. ολομελής, πολυμελής)].