ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
ἀρτόπωλις, η (Α)η πωλήτρια άρτου.[ΕΤΥΜΟΛ. < άρτος + -πωλις (-ιδος) < πωλώ].