αρχίφαντος

From LSJ

τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature

Source

Greek Monolingual

ἀρχίφαντος, ο (Μ)
ο αρχίφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + -φαντος < φαίνω, -ομαι].