τὸ τῆς πάλαι ποτε φύσεως ξύντροφον → the congenital property of nature
ἀρχίφαντος, ο (Μ)ο αρχίφωτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχι- + -φαντος < φαίνω, -ομαι].