αρχίφωτος

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source

Greek Monolingual

ἀρχίφωτος, -ον (AM)
αυτός ο οποίος είναι η αρχή ή η πηγή του φωτός.