αρχαιοκαπηλία
From LSJ
μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea
Greek Monolingual
η
η πράξη και η δράση του αρχαιοκάπηλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχαιοκάπηλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Δ. Μυλωνά].