αρχοντεύω
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(Μ ἀρχοντεύω) άρχων
1. είμαι ή γίνομαι πλούσιος
2. (-ομαι) συμπεριφέρομαι αρχοντικά.